- ἔφοδον
- ἔφοδος 1accessiblemasc/fem acc sgἔφοδος 1accessibleneut nom/voc/acc sgἔφοδος 2one who goes the roundsmasc acc sgἔφοδος 3approachfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έφοδος — (I) ἐφοδος, ον (Α) (εσφ. αν. τού εύέφοδος ευπρόσιτος, ευκολοπλησίαστος (α. «σταύρωμα ἔπηξαν καὶ ἔρυμά τε, ᾗ ἐφοδώτατον ἦν τοῑς πολεμίοις», Θουκ. β. «συνιδὼν ἔφοδον ὄντα τὸν λόφον», Πολύαιν.). (II) ἔφοδος, o (A) 1. αυτός που περιέρχεται και… … Dictionary of Greek
Писида — Георгий византийский поэт, диакон Софийского собора; жил при имп. Гераклии (610 641). Писал ямбическими триметрами стихотворения о разных предметах, преимущественно исторических. В одном из них, Είς την κατά Περσών έκστράτειαν Ήρακλείου τοΰ… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
нахожениѥ — НАХОЖЕНИ|Ѥ (33), ˫А с. 1.Нашествие, нападение: и поганьскааго ради нахожени˫а. (τὰς... ἐπιδρομος) ΚΕ XII, 46а; Иже варварьскаго ради нахожени˫а преселивсѧ. преставшю нахожению. пакы || да възъратитсѧ въ цр҃квь. КР 1284, 146–147; разбоиникомъ и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
BALEARES — vulgo Maiorque, et Minorque, duae insul. Maris Mediterran. ante Hispan. quarum maior, quae Orientem spectat, longa est 100. mill. pass. circuitu 380. Cuius praecipua oppida olim fuêre Palam, et Pollentia. Minor longa est 60. ambitu 150. Sic… … Hofmann J. Lexicon universale
ενεργής — ἐνεργής, ές (Α) μσν. οξύς, ισχυρός αρχ. 1. δραστήριος, αποτελεσματικός («προῆγον ὀρθίους ἐπὶ τοὺς πολεμίους, ἐνεργῆ ποιούμενοι τὴν ἐφοδον», Πολ.) 2. (για φάρμακο) δραστικός 3. εύφορος, καρποφόρος, αποδοτικός … Dictionary of Greek
λεπίζω — (I) λεπίζω (AM) [λέπος] αφαιρώ το δέρμα ή τον φλοιό, ξεφλουδίζω, γδέρνω («ἔλαβε... ῥάβδον στυρακίνην χλωρὰν καὶ καρυΐνην... καὶ ἐλέπισεν αὐτάς», ΠΔ). (II) λεπίζω (Α) [λεπίς] αφαιρώ τις μεταλλικές λεπίδες με τις οποίες είναι διακοσμημένο ένα… … Dictionary of Greek
μελαινίς — μελαινίς, ίδος, ἡ (Α) 1. ως κύριο όν. η Μελαινίς προσωνυμία τής Αφροδίτης στην Κόρινθο («ἧ καὶ Ἀφροδίτη ἡ ἐν Κορίνθῳ ἡ Μελαινὶς καλουμένη νυκτὸς ἐπιφαινομένη ἐμήνυεν ἐραστῶν ἔφοδον πολυταλάντων», Αθήν.) 2. είδος θαλάσσιου δίθυρου κοχυλιού που τό… … Dictionary of Greek
μετωπηδόν — (Α μετωπηδόν και μετωπαδόν) επίρρ. με το πρόσωπο στραμμένο προς τα εμπρός, κατά μέτωπο, κατά πρόσωπο, κατά παράταξη («τὰς μὲν ἀρχάς ἐπιβαλεῑν μετωπηδὸν ποιούμενος τὴν ἔφοδον», Πολ.) αρχ. (για πλοία) κατά γραμμή, κατά παράταξη («μετωπηδὸν ἔταξαν… … Dictionary of Greek
υπερδέξιος — ία, ον, θηλ. και ος, Α [δεξιός] 1. αυτός που βρίσκεται δεξιά και ψηλότερα από κάτι άλλο («εἶχον ὑπερδέξιον χωρίον... χαλεπώτατον καὶ ἐξ ἀριστερᾱς... ποταμόν», Ξεν.) 2. αυτός που βρίσκεται ψηλότερα (α. «λόφος ὑπερδέξιος τῶν πολεμίων», Πολ. β.… … Dictionary of Greek
Πισίδης, Γεώργιος — (7ος αι.). Βυζαντινός ποιητής, διάκονος και χαρτοφύλακας της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη. Ο Π. ακολουθούσε την παλαιά μετρική παράδοση, γράφοντας συνήθως σε ιαμβικά τρίμετρα. Οι μεταγενέστεροι Βυζαντινοί εκτιμούσαν πολύ την ποιητική του… … Dictionary of Greek